- ῥαβδωτά
- ῥαβδωτόςmadeneut nom/voc/acc plῥαβδωτά̱ , ῥαβδωτόςmadefem nom/voc/acc dualῥαβδωτά̱ , ῥαβδωτόςmadefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥαβδωτάς — ῥαβδωτά̱ς , ῥαβδωτός made fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
SCUTULA — I. SCUTULA Graece σκυτάλη, apud Carsarem de Bello Civ. l. 3. c. 40. quatuor biremes subiectis scutulis impulsas vectibus in interiorem partem transduxit: phalanga est et virga, quae subiciuntur navibus, ad eas in mare deducendas et impellendas.… … Hofmann J. Lexicon universale
SAGUM — vox pure Graeca, a ςάγων, in genere quodvis dtegumentum est. Hinc quae alii coopertoria vel tegumenta equorum dicunt, ea saepe saga nominantur. Iul. Capitolin. in Vero, c. 6. ubi de Volucri eius equo, quem, sagis fuco tinctis coopertum, in… … Hofmann J. Lexicon universale
VIRGA — I. VIRGA Investitura fit, vel proprie tradendo terram ipsam, seu feudum: vel improprie, tradendo terrae vel feudi nomine, vexillum, hastam, sagirtam, vide Ingulphum, p. 901. Ex hastae traditione nata est consuerudo, per festucam, vel virgam,… … Hofmann J. Lexicon universale
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
αλεώρια — Πέτρινες ή τσιμεντένιες κατασκευές, ή ακόμα μεταλλικές εγκαταστάσεις σε σχήμα πυραμίδας ή κολόνας, χρωματισμένες ραβδωτά ή τετράγωνα, για να είναι εύκολα ορατές και αναγνωρίσιμες. Τα α., που συνήθως είναι εφοδιασμένα με φωτιστική πηγή,… … Dictionary of Greek
δεσμίνης — Ορυκτό της ομάδας των ζεόλιθων με χημικό τύπο (CaNa2Al2Si6O16–6H2O. Ονομάζεται και στιλβίτης. Ο δ. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται σε ραβδωτά ή ακτινοειδή συσσωματώματα με σκληρότητα 3,5 4 και πυκνότητα 2,1 gr/cm3. Έχει λευκό … Dictionary of Greek